- διαναπαύομαι
- отдыхать, делать перерыв в. работе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαναπαύσω — διαναπαύομαι aor subj act 1st sg διαναπαύομαι fut ind act 1st sg διαναπαύομαι aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναπαυομένων — διαναπαύομαι pres part mp fem gen pl διαναπαύομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναπαυσαμένων — διαναπαύομαι aor part mid fem gen pl διαναπαύομαι aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναπαυόμενον — διαναπαύομαι pres part mp masc acc sg διαναπαύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναπαύει — διαναπαύομαι pres ind mp 2nd sg διαναπαύομαι pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναπαύομεν — διαναπαύομαι pres ind act 1st pl διαναπαύομαι imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναπαύοντα — διαναπαύομαι pres part act neut nom/voc/acc pl διαναπαύομαι pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναπαύοντι — διαναπαύομαι pres part act masc/neut dat sg διαναπαύομαι pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναπαύουσι — διαναπαύομαι pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαναπαύομαι pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναπαύουσιν — διαναπαύομαι pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαναπαύομαι pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναπαύσαντα — διαναπαύομαι aor part act neut nom/voc/acc pl διαναπαύομαι aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)